ξερακιανός

ξερακιανός
η , ό см. ξεραγκιανός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ξερακιανός" в других словарях:

  • ξερακιανός — και ξεραγκιανός και ξηραγκιανός, ή, ό (για πρόσ.) πολύ ψηλός και λιγνός, λιπόσαρκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξέρακας + κατάλ. ιανός (πρβλ. παρακατ ιανός). Ο τ. ξηραγκιανός κατ επίδραση τού ξηρός] …   Dictionary of Greek

  • ξερακιανός — ή, ό ο λεπτός, ο αδύνατος, ο χωρίς περιττά λίπη άνθρωπος, αλλ. λιπόσαρκος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεραγκιανός — ή, ο βλ. ξερακιανός …   Dictionary of Greek

  • ξηραγκιανός — ή, ό βλ. ξερακιανός …   Dictionary of Greek

  • σαρακοστιανός — και σαρακοστινός, ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην σαρακοστή, νηστήσιμος 2. (κατ επέκτ.) κάθε είδος τροφής που δεν έχει ζωική προέλευση και τρώγεται κατά την περίοδο τής νηστείας 3. μτφ. άνθρωπος υπερβολικά αδύνατος, κοκαλιάρης,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»